ιστοριογραφικός

ιστοριογραφικός
-ή, -ό (Α ἱστοριογραφικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιστοριογραφία ή στον ιστοριογράφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστοριογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Γεώργιο Μ. Βιζυηνό)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιστοριογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην ιστοριογραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱστοριογραφική — ἱστοριογραφικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιστορία — Επιστήμη που εποπτεύει την πορεία των γεγονότων που αναφέρονται σε ένα ανθρώπινο σύνολο, συλλέγοντας και εξετάζοντας με κριτικό πνεύμα το σύνολο των πηγών. Κατά την πρώτη εμφάνιση της ιστοριογραφίας, αφηγητές και χρονικογράφοι ανέφεραν όλα τα… …   Dictionary of Greek

  • -graphic — comb. form (also graphical) forming adjectives corresponding to nouns in graphy (see GRAPHY). Derivatives: graphically comb. form forming adverbs. Etymology: from or after Gk graphikos (as GRAPHIC) * * * a combination of graph and ic, forming… …   Useful english dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”